ἀστερίσκους

ἀστερίσκους
ἀστερίσκος
little star
masc acc pl

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • τρίγληνος — ον, Α 1. (για σκουλαρίκια) (αμφβλ. ερμ.) αυτός που έχει τρεις στιλπνούς και ακτινοβολούντες λίθους ή αστερίσκους ή, κατ άλλους, αυτός που έχει τρεις οπές, τρεις οφθαλμούς 2. (για την Εκάτη) αυτή που έχει τρεις οφθαλμούς. [ΕΤΥΜΟΛ. < τρι * +… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”